οφειδιον

οφειδιον
    ὀφείδιον
    τό змейка или змееныш Arst.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "οφειδιον" в других словарях:

  • ὀφείδιον — neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οφείδιον — το (ΑΜ ὀφείδιον) βλ. οφίδιο(ν) …   Dictionary of Greek

  • ὀφείδια — ὀφείδιον neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οφίδιο — και οφείδιο, το (Α ὀφίδιον και ὀφείδιον) [όφις] (υποκορ. τού όφις) μικρό φίδι νεοελλ. στον πληθ. τα οφίδια υπόταξη λεπιδωτών ερπετών που περιλαμβάνει τα φίδια αρχ. είδος ψαριού …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»